- σταθμοδείκτης
- ο водомерная трубка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταθμοδείκτης — ο, Ν όργανο που δείχνει τη στάθμη τού νερού λέβητα ή δεξαμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάθμη + δείκτης (< δείχνω)] … Dictionary of Greek